Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων

См. также в других словарях:

  • λαίφος — το (Α λαῑφος) νεοελλ. ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα αρχ. 1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»